- καταγεμίζω
- (Α καταγεμίζω)γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγεμίζω — καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος 1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί. 2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek